Η Οπ Αρτ (Op Art) είναι μια μορφή αφηρημένης, γεωμετρικής τέχνης που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1960. Σκοπός της Οπ Αρτ είναι κυρίως η πρόκληση του θεατή μέσω φαινομένων οπτικής απάτης και οπτικών ψευδαισθήσεων, συχνά σε ασπρόμαυρες συνθέσεις. Ως καλλιτεχνικό ρεύμα, θεωρείται σε ένα βαθμό συγγενές των κινημάτων του κονστρουκτιβισμού και του νεοπλαστικισμού.
Ο όρος Οπ Αρτ (από το Optical Art) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1964, στο περιδικό Time, ωστόσο έργα που ανήκουν σήμερα στο καλλιτεχνικό ύφος της Οπ Αρτ είχαν αρχίσει να δημιουργούνται μερικά χρόνια νωρίτερα. Ως πρώτα πρώιμα δείγματα του ρεύματος της Οπ Αρτ θεωρούνται οι πίνακες του Βικτώρ Βαζαρελί, κατά τη δεκαετία του 1930 και συγκεκριμένα έργα όπως η Ζέβρα (1938), μία ασπρόμαυρη σύνθεση που δίνει την αίσθηση μιας τρισδιάστατης εικόνας.
Το 1965, μία έκθεση — υπό τον γενικό τίτλο The Responsive Eye , αποτελούμενη αποκλειστικά από έργα της Οπ Αρτ διοργανώθηκε στην πόλη της Νέας Υόρκης, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά τη θέση της Οπ Αρτ και την κατέστησε αρκετά δημοφιλή.
Η Bridget Riley αποτελεί ίσως την σημαντικότερη εκπρόσωπο της Οπ Αρτ, μαζί με τους Jesus-Rafael Soto, Cruz Diez, Youri Messen-Jaschin, Julio Le Parc, Agam, Daniel Burren, Nicolas Schöffer και Richard Anuszkiewicz.Η Op Art μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε εκείνα τα έργα που ο καλλιτέχνης εμφανώς επιδιώκει την αμιγώς οπτική προσέγγιση του θεατή. Η κίνηση είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην Op Art και στην υπόλοιπη Αφαίρεση. Μια κατηγορία έργων, είτε ως επιφάνειες είτε με κάποια αναγλυφική προβολή στον χώρο, δίνουν την εντύπωση ότι κινούνται ή μεταβάλλονται, ενώ άλλα κινούνται πραγματικά.
Η Op Art άντλησε στοιχεία από τη ζωγραφική της οπτικής μίξης των χρωμάτων του Seurat, από τους πίνακες του Delaunay, από τον Κονστρουκτιβισμό, το De Stijl, το Bauhaus αλλά και από τις περιοχές της ψυχοφυσιολογίας. Με δεδομένους τους εκτεταμένους πειραματισμούς όλων των γεωμετρικού χαρακτήρα τάσεων της τέχνης του πρώτου μισού του αιώνα, θεμελιωτής της μεταπολεμικής Op Art μπορεί να θεωρηθεί ο Ούγγρος Victor Vasarely (1908-1997) που πριν εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι το 1930 και αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα, σπούδασε ιατρική και στη συνέχεια μαθήτευσε στην Ακαδημία Muhely, το λεγόμενο Bauhaus της Βουδαπέστης. Στη δεκαετία του ?30 ο Vasarely ασχολήθηκε με την διαφημιστική αφίσα και με γραφιστικού τύπου συνθέσεις σε άσπρο και μαύρο, που είναι γνωστές ως Β Ν (Blanc Noir) ή Imaginoire. Με θεματική αφορμή τίγρεις, ζέμπρες, αρλεκίνους, σκακιέρες και βασικό μοτίβο τη λωρίδα δημιούργησε σειρές, τις οποίες εξέθεσε στην γκαλερί Denise Rene το 1944.
Μια σπουδή προοπτικής του 1939 με γεωμετρικά σχήματα, τόξο, σκάλα, πυραμίδες, κύλινδροι, κύβοι, κώνοι, που οι μαύρες σκιές τους έχουν όμοια με αυτά πυκνότητα παρουσιάζει ως προγραμματική καταγραφή σε σχέση με ότι ακολούθησε ως τα τέλη του ?50. Άρχισε ουσιαστικά η πορεία της πνευματικής επεξεργασίας των οπτικών ερεθισμάτων. Ένα τετράγωνο στην επιφάνεια μεταφέρεται προοπτικά ως ρόμβος στο χώρο ή ένας κύκλος προβάλλεται ως έλλειψη, ενεργοποιούν τη μνήμη, την πείρα και τα πολιτιστικά ανακλαστικά του θεατή, που καλείται να αναγνωρίσει την εσωτερική γεωμετρία της φύσης.