Strangers on a Train (1951)
Ένα από τα αριστουργήματα του Alfred Hitchcock έρχεται να σου δώσει ένα πολύ καλό λόγο για να μην πιάνεις κουβέντα με αγνώστους στα τρένα. Για ακόμη μια φόρα φαίνεται η βαθιά γνώση ψυχοπαθολογίας του θρυλικού σκηνοθέτη. Έτσι κατορθώνει και δημιουργεί έναν ήρωα πιο ζοφερό από τον Norman Bates (ναι το πα). Ένας σχιζοφρενής λοιπόν πλησιάζει ένα επαγγελματία τενίστα με σκοπό να τον πείσει να ανταλλάξουν φόνους. Έτσι και οι δύο θα έχουν το τέλειο άλλοθι. Η κατάσταση όμως ξεφεύγει τελείως όταν ο ψυχικά διαταραγμένος (Robert Walker) δεν δέχεται αρνητική απάντηση. Η αγωνία χτυπάει κόκκινο και ο Ηitchcock μεγαλουργεί και προσφέρει ακόμα ένα δώρο στην έβδομη τέχνη.
Sunset Boulevard (1950)
Μια ξεχασμένη ηθοποιός του βουβού κινηματογράφου, ζει παρέα με τις εμμονές της, τα φαντάσματα του παρελθόντος και ένα creepy θυρωρό. Προσπαθώντας να ξεφύγει από την οδυνηρή πραγματικότητα της γράφει ένα σενάριο με εκείνη πρωταγωνίστρια, ώστε να επιστρέψει και πάλι στο Hollywood που κάποτε της ανήκε. Για δική του κακοτυχία ο όμορφος νεαρός σεναριογράφος William Holden βρίσκει καταφύγιο μετά από ένα κυνηγητό με τοκογλύφους στο γκαράζ της. Για να γλυτώσει από τα οικονομικά του προβλήματα δέχεται να μένει μαζί της μέχρι να τελειώσει την διόρθωση του απογοητευτικού σεναρίου. Η σχέση τους περιπλέκεται όταν η συγκατοίκηση καταλήγει σε σχέση εξάρτησης. Η κατάσταση της ονειροπαρμένης και προσκολλημένης ηθοποιού (οπού ερμηνεύει καταπληκτικά η Gloria Swanson) παίρνει δυσάρεστη τροπή όταν αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπη με την πραγματικότητα. Στην ταινία παρουσιάζεται ο καταθλιπτικός κόσμος του πραγματικού Ηollywood, όπου η εκμετάλλευση φαντάζει το κύριο συστατικό του. Το παραμύθι έχει ξεφουσκώσει επί της οθόνης και ο κυνισμός ποτέ δεν υπήρξε τόσο όμορφος.
Elevator to the Gallows (1958)
Ο σπουδαίος γάλλος δημιουργός Louis Malle δίνει την δική του απάντηση στο αμερικανικό film noir με μια πραγματικά έξυπνη ταινία που καταφέρνει να παντρέψει άριστα το μυστήριο με το δράμα και την αγωνία . Ένας πρώην ήρωας πολέμου καταλήγει να εργάζεται για έναν έμπορο όπλων στο Παρίσι. Αναπτύσσει ερωτική σχέση με την γυναικά του αφεντικού του και σχεδιάζουν μαζί την δολοφονία του. Παρόλο που χουν σχεδιάσει το έγκλημα τους τόσο περίτεχνα, μια μικρή λεπτομέρεια φαίνεται να τους προδίδει. Έτσι ο πρωταγωνιστής (Maurice Ronet) γυρνώντας στον τόπο του εγκλήματος για να διορθώσει το μοναδικό στοιχείο που θα μπορούσε να τον καταστρέψει, βρίσκεται εγκλωβισμένος στο ασανσέρ ακριβώς μετά την δολοφονία του αφεντικού του, για ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο . Μια σειρά από ατυχή γεγονότα φαίνονται να μην βοηθάνε καθόλου το ερωτευμένο ζευγάρι. H άκρως απολαυστική μουσική της ταινίας είναι ένα έργο του θρυλικού Miles Davis, για αυτό να χεις δυνατά τα ηχεία σου.
Kiss Me Deadly (1955)
Μια μυστηριώδης αβοήθητη κοπέλα που φαίνεται να το χει μόλις σκάσει από το φρενοκομείο πλησιάζει έναν οδηγό και τον εκλιπαρεί να την βοηθήσει. Δυστυχώς εκείνος δεν προλαβαίνει να κάνει και πολλά, πέρα από το να μείνει ζωντανός από το δήθεν ξαφνικό ατύχημα που τους συνέβη και να τηρήσει την υπόσχεση του, να την θυμάται. H πλέον νεκρή κοπέλα ήταν κατά κάποιον τρόπο τυχερή αφού ο άντρας που σταμάτησε με το αμάξι του ήταν detective και μάλιστα από τους πιο επιτηδείους, έτσι μη έχοντας κάτι να χάσει, επιλέγει να βρει τι κρύβεται πίσω από αυτήν την αιματηρή πολιτική σκεβορία. Το μοναδικό noir με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας έρχεται να δώσει μια διαφορετική εκδοχή του κουτιού της Πανδώρας.
Citizen Kane (1941)
Mέσα από την ιστορία της ζωής του μεγιστάνα των ΜΜΕ Τσάρλς Φόστερ Κέιν για πρώτη φορά η δίψα για εξουσία, το εξωτερικό μεγαλείο και η εσωτερική πτώση, η αλαζονεία, η απληστία, η μοναξιά και εν τέλει η τραγικότητα της ύπαρξης, κινηματογραφούνται σαν ένας δαιδαλώδης λαβύρινθος, όπου ο μίτος της Aριάδνης ακούει στο μυστηριώδες όνομα «Rosebud». Ισως και η κορυφαία ταινία του παγκόσμιου κινηματογράφου, που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, επίκαιρη, ζωντανή και έξυπνη ακόμα και εβδομηνταέξι χρόνια μετά την πρώτη της προβολή. Tο ντεμπούτο του 25χρονου Ορσον Γουέλς στη μεγάλη οθόνη ουσιαστικά επανεφευρίσκει, 45 χρόνια μετά την γέννησή του τον ίδιο τον κινηματογράφο, δίνοντας τεράστια ώθηση στην έβδομη τέχνη.
Gilda (1946)
Την ταινία μας αφηγείται καθόλη τη διάρκεια ο Τζόνι Φάρελ, ένας τυχοδιώκτης που μόλις έχει φτάσει στο Μπουένος Αϊρες της Αργεντινής. Εκεί, τον πλησιάζει ένας παντελώς άγνωστος, ο Μπάλιν Μάντσον και τον προειδοποιεί για ένα παράνομο καζίνο, ότι θα ήταν καλύτερα να το αποφύγει. Ο Φάρελ τον αγνοεί, και κλέβει στο blackjack, κι αφού οδηγείται να δει τον ιδιοκτήτη, ανακαλύπτει ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που τον προειδοποίησε. Ο Φάρελ πείθει τον Μπάντσον να τον προσλάβει, και γρήγορα κερδίζει την εμπιστοσύνη του. Μια μέρα, ο Μάντσον επιστρέφει από ένα ταξίδι με μια πανέμορφη νέα σύζυγο, τη Τζίλντα. Είναι φανερό ότι ο Φάρελ και η Τζίλντα έχουν παρελθόν, υπάρχει μια περίεργη ένταση στην ατμόσφαιρα, το τι ακριβώς θα απομείνει να αποκαλυφθεί.
All about Eve (1950)
Η μεγαλύτερη ηθοποιός του Broadway, η Μάργκο Τσάνινγκ,έχει πατήσει τα 40 και πλέον έχει αρχίσει και κουράζεται και η ηλικία της έχει αρχίσει να φαίνεται, κάτι που δε βοηθά στο θέατρο… Τότε, η φίλη της Μάργκο, η Κάρεν, της παρουσιάζει μια κοπελίτσα, την Εύα, που δηλώνει φανατική θαυμάστριά της.Η Μάργκο, κολακεύεται από το θαυμασμό της φτωχής κοπελίτσας, με το ήσυχο προφίλ και το καλοπροαίρετο στυλ της. Όλοι ενθουσιάζονται με την Εύα, εκτός από την οικονόμο της Μάργκο, την Μάρντι. Και δεν έχει άδικο….Η Bette Davis, δίνει ρεσιτάλ σ’αυτή την ταινία, η ερμηνεία της ξεπερνάει κατά πολύ αυτή της Anne Baxter, και αυτό ίσως και γιατί τη βοηθάει η διάπλαση του χαρακτήρα του ρόλου από τον Mankiewizc, η Μάργκο είναι μια διαχρονική προσωπικότητα, μια γυναίκα με σθένος, που δεν χρειάζεται κανέναν κομπάρσο για να επιβιώσει.Η σκηνοθεσία είναι καταπληκτική, ο Mankiewizc εστιάζει στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών με έναν τρόπο, που μας παρασύρει στο συναίσθημα της κάθε στιγμής και μας καθηλώνει!Μία ταινία Must see, από τις καλύτερες όλων των εποχών, ένα μωσαϊκό χαρακτήρων, ψυχοσυνθέσεων και εικόνων.
Persona (1966)
Η «Περσόνα» αποτελεί την πιο πειραματική ταινία του κορυφαίου σκηνοθέτη Ingmar Bergman. Μία νέα νοσοκόμα αναλαμβάνει τη φροντίδα της Elisabeth Vogler, η οποία φαίνεται αρκετά υγιής, αλλά δε μιλάει. Καθώς περνούν χρόνο μαζί, η Alma μιλάει στην Elisabeth συνεχώς, χωρίς να παίρνει κάποια απάντηση. Της εξομολογείται τα μυστικά της και εντέλει ανακαλύπτει ότι τις συνδέουν πολλά όμοια στοιχεία των χαρακτήρων τους. Δύο γυναίκες. Διαφορετικές ή μήπως όχι; Μήπως πρόκειται για ένα άτομο με δύο προσωπεία; Γιατί αυτό δηλώνει ο τίτλος της ταινίας. Η Persona, λέξη λατινικής προελεύσεως, σημαίνει προσωπείο και όχι άτομο, όπως λανθασμένα έχει περάσει σε ορισμένους. Η μάσκα δηλαδή, που φοράει το άτομο και εν προκειμένω ο ηθοποιός.Απ’ τον τίτλο λοιπόν ακόμη, ξεκινάει το μπεργκμανικό μυστήριο, το οποίο ξεδιπλώνεται άψογα σε όλα τα επίπεδα, σκηνοθετικά, τεχνικά, σεναριακά, εικονοκλαστικά, αφηγηματικά και τέλος, ερμηνευτικά από δύο σπουδαίες, εκφραστικότατες ηθοποιούς. Με διαρκή και ασταμάτητη ένταση, με «παιχνίδι» – πρόκληση προς το θεατή απ’ το μέγα κινηματογραφιστή.
What ever happened to baby Jane? (1962)
Η Μπέιμπι Τζέιν Χάτσον και η Μπλανς Χάτσον, είναι δυο αδελφές που μένουν μαζί σε μια ρημαγμένη έπαυλη του Χόλυγουντ με ζωντανές τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Η πρώτη υπήρξε παιδί θαύμα και αστέρι της επιθεώρησης, αλλά δεν κατάφερε να έχει την ίδια επιτυχία μετά την ενηλικίωσή της και η δεύτερη υπήρξε μεγάλο αστέρι του Χόλιγουντ που αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο μεταίχμιο της δόξας λόγω ενός ατυχήματος που την άφησε ανάπηρη και για το οποίο θεωρήθηκε υπεύθυνη η Μπέιμπι Τζέιν. Μετά το ατύχημα που άφησε τη Μπλανς καθηλωμένη σε αναπηρική καρέκλα, η αντιζηλία μεταξύ των δυο αδελφών λαμβάνει ομηρικές διαστάσεις καθώς η Τζέιν άρχισε σιγά σιγά να τρελαίνεται και να έχει τον έλεγχο πάνω στη ζωή της αδελφής της. Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χένρι Φάρελ, ενώ τη διασκευή σεναρίου έκανε ο Λούκας Χέλερ. Το γεγονός ότι οι δύο πρωταγωνίστριες μισούσαν η μία την άλλη έδωσε μία ξεχωριστή υπόσταση στην ταινία. Και ενώ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δεν υπήρξαν προβλήματα, όταν τελείωσαν η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο, και χειροτέρεψε από τη στιγμή που η Ντέιβις έλαβε την ενδέκατη υποψηφιότητά της για τα Οσκαρ.
Modern Times (1936)
Στους «Μοντέρνους Καιρούς», την δεύτερη ηχητική ταινία του Charlie Chaplin, γυρισμένη το 1936, κάνει την τελευταία του εμφάνιση η διάσημη περσόνα του Αλήτη. Σκηνικό της αποχαιρετιστήριας βόλτας του, μία Αμερική χτυπημένη από την οικονομική κρίση, με ακραίες τις συνθήκες φτώχειας και ανεργίας, αλλά και εξαθλίωσης των εργαζομένων, μία Αμερική σε πρωτοφανή πολιτικό και οικονομικό αναβρασμό. Ένθερμος υποστηρικτής της Αριστεράς, στάση που του στοίχισε, στέφοντας για δεκαετίες το βλέμμα του FBI πάνω του, συνδυάζει σε αυτή την ταινία-σταθμό την καλλιτεχνική έκφραση με ένα δριμύτατο, σαρκαστικό πολιτικό κατηγορώ. Η εναρκτήρια σκηνή με την εικόνα των εργαζομένων σε αντιπαραβολή με ένα κοπάδι προβάτων, αλλά και οι σεκάνς της αυτόματης ταΐστρας εργατών και της πτώσης του στο εσωτερικό της μηχανής με τα γιγάντια γρανάζια, προδίδουν το υποκριτικό και σκηνοθετικό του μεγαλείο, παράλληλα με τις ιδεολογικές του ανησυχίες, όπως αυτές εμποτίστηκαν βαθιά από το μαρξιστική σχολή σκέψης.
Έχοντας υποστεί την απάνθρωπη μεταχείριση των εργοδοτών στις μεγάλες βιομηχανίες, ο Αλήτης καταλήγει να περιπλανιέται άνεργος και πεινασμένος. Στο δρόμο συναντά μία φτωχή κοπέλα, την τελευταία του παρτενέρ επί της οθόνης, την οποία ερμηνεύει η σύντροφός του και στη ζωή, εκείνη την περίοδο, Paulette Goddard. Μαζί προσπαθούν να ξεφύγουν από τους αστυνομικούς που τους καταδιώκουν και να ζήσουν την δική τους ρομαντική πλάνη, μακριά από έναν κόσμο δυστυχίας και αναταραχών. Η περιπλάνηση τους μέσα στην πόλη και οι απόπειρές τους να βρουν δουλειά, οδηγούν και τους δύο σε μία σειρά ξεκαρδιστικών, ωστόσο γλυκόπικρων περιπετειών. Η ένταση με την οποία ο Chaplin καταφέρνει να επικοινωνήσει σε συνεχή εναλλαγή συναισθήματα χαράς αλλά και μελαγχολίας, σχετίζονται άμεσα με την επιδίωξή του να παρουσιάσει στο κοινό έναν Αλήτη περισσότερο «ώριμο».
Μέσα από τις πραγματικά πολυάριθμες κλασσικές σκηνές των «Μοντέρνων Καιρών» ξεχωρίζει μία, που θεωρείται σταθμός της καριέρας του ίδιου του Charlie Chaplin. Πρόκειται για την σεκάνς, στην οποία ο Αλήτης εμφανίζεται για πρώτη και τελευταία φορά να μιλά, συγκεκριμένα να τραγουδά. Αμετανόητος πολέμιος του ομιλούντος σινεμά, ο Chaplin δίσταζε να εισάγει την αγαπημένη του περσόνα στη νέα αυτή εποχή του ηχητικά ενισχυμένου κινηματογράφου.