Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε το 1908 στην Τιθορέα Λοκρίδος. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία. Ο πατέρας του, αν και γιατρός, είχε γίνει ένας από τους πιο γνωστούς κινηματογραφικούς επιχειρηματίες. Είχε κινηματογραφικές αίθουσες στην Αθήνα και την επαρχία, με πιο γνωστή το Αλκαζάρ, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο θερινό σινεμά της Αθήνας. Ένα μέρος που αποτελεί σημείο αναφοράς στην πορεία του Φιλοποίμενα, αφού εκεί δέχθηκε τα πρώτα ερεθίσματα της έβδομης τέχνης, εκεί άρχισε να οραματίζεται…
Μπήκε εσωτερικός μαθητής στην Ιόνιο Σχολή, αλλά αποφοίτησε από το δημόσιο σχολείο «Αθηναϊκό Λύκειο Μεγαρέως» στο Παγκράτι. Από παιδί, είχε πολλές ανησυχίες και ποικίλα ενδιαφέροντα. Αγαπούσε την υποκριτική τέχνη και μάλιστα οργάνωσε με συνομήλικους εφήβους έναν ερασιτεχνικό και ψυχαγωγικό σύλλογο, τη «Νεολαία», με τον οποίο έδωσαν μερικές θεατρικές παραστάσεις στο θέατρο Κοτοπούλη. Παράλληλα, του άρεσε πολύ η λογοτεχνία και από τα μαθητικά του χρόνια ακόμα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ίσως αυτό να ήταν και το εφαλτήριο της απόφασής του να ακολουθήσει θεωρητικές σπουδές, σπουδάζοντας νομικά στην Αθήνα και ολοκληρώνοντας με ένα μεταπτυχιακό πολιτικών επιστημών στη Γερμανία.
Από παιδί ακόμα αισθανόταν δέος μπροστά στα μηχανήματα του Αλκαζάρ, τη μαγεία και την έκφραση που ανέδιδαν στην κινηματογραφική εικόνα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργαζόταν εκεί ως μηχανικός προβολής. Στην καμπίνα προβολής του Αλκαζάρ σφυρηλατήθηκε η παθιασμένη σχέση του με τον κινηματογράφο και την τεχνική του. Αν και οι σπουδές του αποτελούσαν μεγάλο εφόδιο για λαμπρή καριέρα, ωστόσο δεν στάθηκαν ικανές να του σιγάσουν αυτό το πάθος και τη λαχτάρα του να κατακτήσει και να εξελίξει την εμβρυακή τότε έβδομη τέχνη στην Ελλάδα. Η ακαταμάχητη επιθυμία του να κάνει κτήμα του οτιδήποτε σχετιζόταν με το τεχνικό μέρος του κινηματογράφου, τον οδήγησε στην επίμονη μελέτη φυσικής, οπτικής και μηχανικής, ώστε να διευρύνει τις γνώσεις του και να τις εφαρμόζει διαλύοντας και ξανασυνθέτοντας κάθε μηχάνημα που έπεφτε στα χέρια του. Κάπως έτσι του βγήκε και το προσωνύμιο «Ο Κατσαβιδάκιας», αφού πάντοτε κουβαλούσε το αγαπημένο του κατσαβίδι για να επιδιορθώσει κάποια μηχανή.
Το 1930, πριν ακόμα ολοκληρώσει τις σπουδές του, κατάφερε να δημιουργήσει και να εγκαταστήσει μηχάνημα ήχου στο Αλκαζάρ. Η επόμενη πρόκληση του Φίνου ήταν να κατασκευάσει ηχοληπτικό μηχάνημα, που θα έδινε τη δυνατότητα να δημιουργηθούν πρωτογενώς ομιλούσες ταινίες χωρίς ντουμπλαρισμένο ήχο. Αυτή η τεχνική φάνταζε αδύνατη ως και ουτοπική εκείνη την εποχή, αφού τα μέσα που διέθετε η χώρα μας ήταν από πενιχρά έως ανύπαρκτα. Με όπλο την πίστη του και κινητήριες δυνάμεις το πάθος και τις γνώσεις του, ο Φίνος κατόρθωσε με την πολύτιμη αρωγή του φίλου του ηλεκτρονικού Ιωάννη Σαλίβερου να κατασκευάσει το 1935 σύγχρονο ηχοληπτικό μηχάνημα. Οι δυο τους, μαζί με τον Νόβακ και τον Παρασκευά, ξεκίνησαν το γύρισμα της ταινίας «Νερωμένο Κρασί», η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ο Φίνος δεν το έβαλε κάτω. Πείσμωσε και έβαλε πλώρη για την πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία! Το 1938, ίδρυσε τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο» στο Καλαμάκι, παρέα με τους Σκούρα, Προβελέγγιο, Χλοΐδη, και τους αδελφούς Δριμαρόπουλους και όλοι μαζί, ακούραστοι εργάτες, πέτυχαν τον πολυπόθητο στόχο τους. Τον Απρίλιο του 1940 βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία «Το Τραγούδι Του Χωρισμού». Το σενάριο ήταν του Δημήτρη Μπόγρη, ενώ ο Φίνος, εκτός από υπεύθυνος για τα τεχνικά ζητήματα, ήταν και σκηνοθέτης της ταινίας, για πρώτη και τελευταία φορά. Αν και σήμερα η συγκεκριμένη ταινία έχει ιστορική αξία, τα αποτελέσματα τότε δεν ήταν τα προσδοκώμενα. Ωστόσο, αυτή η αποτυχία δεν ήταν ικανή να ανακόψει την πορεία του μεγάλου δημιουργού. Tο πάθος του για δημιουργία και το όραμά του για σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο θα χαλυβδωθούν ακόμη περισσότερο, έστω κι αν οι συνθήκες ήταν αντίξοες και τα εμπόδια φάνταζαν ανυπέρβλητα.
Το φθινόπωρο του 1940 νοικιάζει ένα παλιό τριώροφο κτήριο στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Στουρνάρα. Στον τρίτο όροφο στήνει, με την αγαπημένη του Τζέλλα, το σπιτικό τους. Το υπόλοιπο κτήριο μετατρέπεται σε κινηματογραφικό στούντιο για να στεγάσει την κινηματογραφική επιχείρηση που σκόπευε να ιδρύσει. Πριν, όμως, προλάβει να θέσει σε λειτουργία τα νέα του σχέδια, αρχίζει να ξεδιπλώνεται μία στρατιωτική και συνάμα φονική μηχανή: αυτή του Άξονα του τρίτου Ράιχ. Την 28η Οκτωβρίου, οι Ιταλοί κηρύσσουν τον πόλεμο στη χώρα μας. Ο Φίνος μαζί με παλιούς συνεργάτες παρουσιάζονται στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, προσφέροντας τους εαυτούς τους στην υπηρεσία της πατρίδας, συγκροτώντας συνεργείο λήψεων επικαίρων στο Αλβανικό Μέτωπο. Μέσα από αφάνταστες δυσκολίες, άσχημες καιρικές συνθήκες και φτωχό κινηματογραφικό εξοπλισμό, μετακινούνται από πόλη σε πόλη και από βουνό σε βουνό, γυρίζοντας ανελλιπώς τις σκηνές του Αλβανικού Έπους, εκτεθειμένοι διαρκώς σε κίνδυνο για τη ζωή τους. Ο απαράμιλλος ηρωισμός των Ελλήνων στρατιωτών και οι αλλεπάλληλες νίκες κατά των Ιταλών ενθουσιάζουν τους νεαρούς οπερατέρ και τους βοηθούν να αναχαιτίζουν κάθε δυσκολία και κάθε εμπόδιο. Οι ταινίες που γυρίζουν για τα «Επίκαιρα», απαθανατίζοντας τα κατορθώματα του στρατού μας, συναρπάζουν και εμψυχώνουν τον κόσμο. Όμως, στις 6 Απριλίου του 1941, και ενώ οι Ιταλοί έχουν υποστεί τεράστια ταπείνωση και εξευτελισμό, παίρνουν τη σκυτάλη οι Γερμανοί μπαίνοντας στη Μακεδονία. Στις 27 Απριλίου καταλαμβάνουν την Αθήνα, υψώνοντας τη σημαία με τη σβάστικα στην Ακρόπολη και σε όλα τα δημόσια κτήρια της πόλης…
Οι Γερμανοί σταμάτησαν αμέσως όλους τους οπερατέρ των «Επικαίρων», επέταξαν τα κινηματογραφικά μηχανήματα του Φίνου και έψαχναν μανιωδώς να βρουν όλα τα νεγκατίφ των σκηνών του Αλβανικού μετώπου για να τα καταστρέψουν. Μπροστά σε αυτήν τη μανία των Γερμανών δεν γλίτωσαν ούτε τα στούντιο στο Καλαμάκι, τα οποία καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ωστόσο, χάρη στη διορατικότητα του Φίνου, ο οποίος προέβλεψε τη θέληση των Γερμανών να βρουν τα νεγκατίφ, κατάφερε με τη βοήθεια ενός φίλου να σώσει και να κρύψει αρκετές κόπιες σε ασφαλές μέρος. Έτσι διασώθηκαν πολλά αρχεία με σκηνές από το Αλβανικό μέτωπο, τα οποία αποτελούν μέχρι σήμερα μοναδικά ιστορικά ντοκουμέντα.
Το καλοκαίρι του 1941, βρίσκει τον Φίνο στην Αθήνα εξουθενωμένο σωματικά και ψυχικά. Μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, με την Ελλάδα να ασφυκτιά υπό τη Γερμανική κατοχή, προσπαθεί να βρει το κουράγιο να ανασυνταχτεί. Το χειμώνα του ίδιου έτους κινηματογράφησε, μαζί με τον φίλο του Δημήτρη Ιωαννόπουλο, την απογραφή του πληθυσμού για τις ανάγκες μίας ταινίας μικρού μήκους που εμπνεύστηκε ο ίδιος, στην οποία θα προβάλλονταν οι διαδικασίες του σύγχρονου τρόπου απογραφής. Η ταινία εμφάνιζε σημαντικές βελτιώσεις για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο σε εικόνα όσο και σε ήχο, αναπτερώνοντας το ηθικό του Φίνου, αφού μέσα σε τόσο δυσμενείς συνθήκες, κατάφερε να εξελίξει την ποιότητα της κινηματογράφησης.
Η Ελλάδα βίωνε τη δυσκολότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Οι συνέπειες της κατοχής από τους Γερμανούς ήταν τραγικές. Η πείνα θέριζε όλη τη χώρα, άνθρωποι πέθαιναν από ασιτία, το ηθικό του λαού είχε καταρρακωθεί και οι Ναζί κατακτητές επιδείκνυαν υπέρμετρη σκληρότητα. Ο Φίνος είχε όραμα να κάνει σύγχρονο κινηματογράφο στην Ελλάδα. Οι συνθήκες βέβαια ήταν τόσο αρνητικές, που για να σκεφτείς και μόνο να γυρίσεις ταινία χρειαζόταν να έχεις – εκτός από όραμα, θάρρος, τόλμη – και μπόλικη δόση θράσους. Διότι ακόμα κι αν είχες πίστη στις ικανότητες και την αντοχή σου, αψηφώντας όλες τις αντιξοότητες, πώς θα έπειθες κάποιον να επενδύσει χρήματα σε ένα εγχείρημα που έμοιαζε με τρέλα; Κι όμως ο Φίνος μαζί με τον Ιωαννόπουλο, σκέφτηκαν να γυρίσουν μια ταινία μεγάλου μήκους, βασισμένη σε ένα σενάριο που είχε γράψει ο ίδιος ο Ιωανόπουλος. Σκοπός τους, δεν ήταν απλά να γυρίσουν την ταινία, αλλά να καταθέσουν όλο τους το μεράκι, το πάθος και τις τεχνικές γνώσεις του Φίνου, αποφεύγοντας συνάμα όλα τα λάθη της πρώτης εμπειρίας τους. Όσο για τη χρηματοδότηση της ταινίας; Ο Γιώργος Καβουκίδης, φίλος του Φίνου, τους εμπιστεύτηκε! Όπως ο ίδιος είχε πει “Ο Φίνος είναι μια διάνοια και ένα δαιμόνιο μυαλό και τον θαυμάζω για όλες τις ευρεσιτεχνίες και τα τεχνολογικά του κατορθώματά”. Παράλληλα, ήξερε ότι ο Φίνος ήταν αξιόπιστος και έντιμος. Έτσι, μπήκε συμπαραγωγός με 50% ποσοστό, με τον Φίνο να συμμετέχει με το υπόλοιπο 50%, διαθέτοντας ό,τι είχε και δεν είχε από χρήματα πουλώντας κάποια χωράφια του πατέρα του.
Αυτή τη φορά, οι κόποι των συντελεστών δικαιώθηκαν. Τα γυρίσματα της ταινίας «Η Φωνή της Καρδιάς» διήρκησαν περίπου ένα χρόνο και χρειαστήκαν πολλές θυσίες, θαυμαστή επιμονή και απαράμιλλη αντοχή από όλους τους συντελεστές της για να ολοκληρωθεί. Ο Φίνος, εκτός των άλλων, φρόντιζε και για τη σίτιση όλων όσων συμμετείχαν στα γυρίσματα. Πρωταγωνιστής της ταινίας ήταν ο πιο καταξιωμένος ηθοποιός του θεάτρου στην Ελλάδα μέχρι σήμερα: ο Aιμίλιος Βεάκης. Μέχρι τότε, ο μεγάλος ηθοποιός είχε παίξει μόνο σε μια βουβή ταινία, την «Αστέρω». Οι υπόλοιποι ηθοποιοί είχαν ήδη δώσει τα διαπιστευτήρια τους, με κάποιους ήδη καταξιωμένους, όπως ο Αλέκος Λειβαδίτης και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, και κάποιους άλλους που είχαν δείξει το ταλέντο τους και υπόσχονταν λαμπρή καριέρα, όπως ο Δημήτρης Χορν και η Καίτη Πάνου. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη ταινία της Φίνος Φιλμ και η επιτυχία της ήταν μεγαλειώδης. Όπως ο ίδιος ο Φίνος είχε τονίσει: «Η ταινία ήταν ένας εθνικός θρίαμβος». Και τα γεγονότα βεβαιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό. Δεν ήταν μόνο ότι οι Έλληνες είδαν επιτέλους μία άρτια ομιλούσα ταινία και άψογη τεχνικά σε εικόνα και ήχο, αλλά αυτή η κατάκτηση ήρθε στην καρδιά της κατοχής, όπου η καταχνιά, η πείνα και ο θάνατος είχαν απλώσει το δίχτυ τους παντού. Η πρεμιέρα – στις 29 Μαρτίου 1943 – έμοιαζε με αντιστασιακό γεγονός, με την αίθουσα του κινηματογράφου REX στην οδό Πανεπιστημίου να γεμίζει ασφυκτικά. Μετά το τέλος της, οι θεατές ενθουσιασμένοι έκαναν λαμπαδηδρομία από τον κινηματογράφο μέχρι και τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Οι Γερμανοί, ανήσυχοι στην αρχή, πλησίαζαν το πλήθος με τα αυτόματα στο χέρι, τα οποία κατέβασαν όταν επιβεβαίωσαν ότι πρόκειται για μία εκδήλωση ενθουσιασμού. Η ταινία έκανε εισπρακτικό πάταγο, κόβοντας 102.237 εισιτήρια στις δύο κινηματογραφικές αίθουσες που προβλήθηκε, ενώ οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Η «Φωνή της Καρδιάς» αποτελεί την αφετηρία του σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου. Η τεράστια επιτυχία της ώθησε τον Φίνο να συνεχίσει και να ξεκινήσει τη συναρπαστική του πορεία, με το σήμα της FF να περάσει στη συνείδηση επτά γενεών Ελλήνων ως το απόλυτο σύμβολο της «Χρυσής εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου».
Στις αρχές του 1944, οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τον Φίνο και τον πατέρα του, ο οποίος τροφοδοτούσε αντιστασιακά τμήματα με σιτάρι και κριθάρι από τα κτήματά του στην Κωπαϊδα. Το στρατοδικείο καταδίκασε και τους δύο σε θάνατο. Χάρη όμως στην επιμονή του πατέρα του να πείσει τους Γερμανούς πως ο γιος του δεν είχε καμία ανάμειξη, ο Φιλοποίμην αποφυλακίζεται από τις φυλακές Αβέρωφ, με τον όρο «εθελούσιας δωρεάς των περιουσιακών του στοιχείων στις δυνάμεις της κατοχής». Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1944, ο πατέρας του Φίνου εκτελείται από τους Γερμανούς…
Από εκείνη την ημέρα και μετά, η ζωή του Φίνου είναι απόλυτα συνυφασμένη με την εταιρεία του. Κατά τη διάρκεια αυτών των 33 χρόνων, ο Φίνος αφοσιώνεται πλήρως στη δουλειά του. Δεν είχε κοινωνική ζωή και δεν τον ενδιέφεραν οι κοσμικές εμφανίσεις και οι δημόσιες σχέσεις. Οι διασκεδάσεις και τα γλέντια ήταν μετρημένα. Δεν ζήτησε ποτέ βοήθεια από το κράτος, παρά το γεγονός ότι τον συνέδεε μακρά φιλία με τον επί χρόνια πρωθυπουργό εκείνης της περιόδου, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Όσα χρήματα κέρδιζε από τις ταινίες του, τα επένδυε στις επόμενες. Για αυτό, άλλωστε, δεν είχε κάνει περιουσία παρά μόνο ένα διαμέρισμα στο όνομα της πολυαγαπημένης του συντρόφου, Τζέλλας Βανάκου. Με την Τζέλλα παντρεύτηκε το 1947 στο σπίτι της μητέρας του (!) – επιτρεπόταν τότε – μουτζουρωμένος και αλαφιασμένος από τη δουλειά. Ήταν ζευγάρι από λίγο πριν τον πόλεμο, ενώ κουμπάρος τους ήταν ο φίλος του Φίνου και αγαπημένος του συνεργάτης, Αλέκος Σακελάριος. Η Τζέλλα ήταν το απόλυτο στήριγμα του Φιλοποίμενα, παρά το γεγονός ότι στερήθηκε ανέσεις, πολυτέλειες και ψυχαγωγία. Η ίδια είχε πει «Όλη του τη ζωή την είχε δώσει και την είχε αφιερώσει στον κινηματογράφο και μόνο. Το σπίτι, η διασκέδαση, η ψυχαγωγία ήταν δεύτερο πλάνο για μας».
Όσο και αν ο Φίνος αφιέρωσε τη ζωή του αποκλειστικά στην 7η τέχνη, κάποιοι του καταλόγισαν πως δεν έκανε πολλές ταινίες “τέχνης”. Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του, στόχος του ήταν να δημιουργήσει καλό, εμπορικό κινηματογράφο – κάτι που πέτυχε απόλυτα. Επιπλέον, είχε την ατυχία να χάσει πολλά χρήματα όσες φορές επένδυσε σε πιο “καλλιτεχνικές” παραγωγές τις οποίες είχε πιστέψει. Ωστόσο, πάντα βοηθούσε και στήριζε δημιουργούς, οι οποίοι είχαν βαθύτερες καλλιτεχνικές αναζητήσεις. Όπως έχει πει ο Νίκος Κούνδουρος: “Ο Φίνος συντηρούσε για μας, τις μηχανές και την υποδομή ολόκληρη. Και όταν λέω «μας» εννοώ έναν περιορισμένο κόσμο που κάναμε ένα άλλο είδος κινηματογράφου”.
Ταινίες της Φίνος Φιλμ που κατέκτησαν την 1η θέση:
Επισημάνουμε πως την εποχή εκείνη καταμετριόνταν μόνο τα εισιτήρια του νομού Αττικής και πρώτη προβολή θεωρούνταν τα εισιτήρια της πρώτης εβδομάδας προβολής
«Χαμένοι Άγγελοι» (1948): 107.508 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 8 ελληνικές παραγωγές και κινηματογραφικό ντεμπούτο για την Ειρήνη Παππά.
«Ο Μεθύστακας» (1950): 304.438 εισιτήρια
Προβλήθηκε για 27 συνεχείς εβδομάδες στην Αθήνα, ενώ το ρεκόρ εισιτηρίων πρώτης προβολής παρέμεινε αξεπέραστο μέχρι το 1964, το οποίο έσπασε η ταινία της Φίνος Φιλμ «Κάτι Να Καίει». Αξέχαστη παραμένει η ερμηνεία του Ορέστη Μακρή, ενώ ο Νίκος Ρίζος κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο.
«Το Σωφεράκι» (1953): 190.589 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 22 ελληνικές παραγωγές. Μετά από αυτή την ταινία, ο Μίμης Φωτόπουλος αναδείχτηκε ως ο πιο δημοφιλής άντρας ηθοποιός στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, ενώ έγινε ο πρώτος Έλληνας ηθοποιός που υπέγραψε συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας με εταιρεία παραγωγής.
«Το Αμαξάκι» (1957): 138.620 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 30 ελληνικές παραγωγές. Επίσημη συμμετοχή της ταινίας στο 11ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Karlovy Vary της Τσεχίας.
«Η Θεία Από Το Σικάγο» (1957): 142.459 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 28 ελληνικές παραγωγές. Μετά από αυτή την ταινία, η Γεωργία Βασιλειάδου έγινε το πιο εμπορικό όνομα του Ελληνικού κινηματογράφου. Πρώτη εμφάνιση για το νεαρό τότε χορευτή Βαγγέλη Σειληνό.
«Αστέρω» (1957): 139.501 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 45 ελληνικές παραγωγές. Επίσημη συμμετοχή στο 9ο Φεστιβάλ Βερολίνου. Η ταινία σήμανε την παρθενική εμφάνιση της Εθνικής Σταρ, Αλίκης Βουγιουκλάκη, σε ταινία της Finos Film, ενώ πρόκειται και για την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του ζευγαριού Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ.
«Το Ξύλο Βγήκε Από Τον Παράδεισο» (1959): 239.530 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 52 ελληνικές παραγωγές. Στο 1ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσολονίκης, η επιτροπή κατέταξε την ταινία στις τρεις καλύτερες ταινίες της πενταετίας 1955-1960. Επίσημη συμμετοχή στο διεθνές Φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 1961. Τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι «Έχω ένα Μυστικό» και «Γκρίζο Γατί» με την χαρακτηριστική ερμηνεία της Αλίκης Βουγιουκλάκη, συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να σιγο-τραγουδούνται από μικρούς και μεγάλους.
«Η Αλίκη Στο Ναυτικό» (1961): 213.409 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 58 ελληνικές παραγωγές. Πρώτη έγχρωμη Ελληνική ταινία της Finos Film. Η εμφάνιση του φίλμ πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι και το συνολικό κόστος έφτασε τα 2,5 εκατομμύρια δραχμές – ποσό αστρονομικό για την εποχή.
«Ο Κατήφορος» (1961): 161.331 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 68 ελληνικές παραγωγές. Πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Ζωής Λάσκαρη. Αφετηρία συνεργασίας του Νίκου Κούρκουλου με την Finos Film. Η ταινία προβλήθηκε και στο εξωτερικό, ενώ ήταν πρώτη σε εισπράξεις στο Μεξικό την περίοδο 1961-62.
«Μερικοί Το Προτιμούν Κρύο» (1963): 212.247 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 82 ελληνικές παραγωγές. Πρώτο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη στον Ελληνικό κινηματογράφο. Αφετηρία συνεργασίας της Ρένας Βλαχοπούλου με την Finos Film.
«Κάτι Να Καίει» (1964): 660.791 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 92 ελληνικές παραγωγές, σπάζοντας το ρεκόρ εισιτήριων της ταινίας του1950 «Ο Μεθύστακας». Πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Έλενας Ναθαναήλ. Πρόκειται για την πρώτη Ελληνική ταινία που γυρίστηκε με το σύστημα Σινεμασκόπ.
«Κορίτσια Για Φίλημα» (1965): 619.236 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 93 ελληνικές παραγωγές. Για πρώτη φορά στον Ελληνικό Κινηματογράφο, γυρίζεται ταινία με στερεοφωνικό ήχο, με σκοπό να προβληθεί στον κινηματογράφο Αττικόν, του οποίου τα μηχανήματα προβολής διαμόρφωσε ο ίδιος ο Φιλοποίμην Φίνος για να έχει σωστό ηχητικό αποτέλεσμα.
«Ραντεβού Στον Αέρα» (1966): 617.423 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 101 ελληνικές παραγωγές, η οποία θεωρείται μια από τις πιο πετυχημένες μουσικές κωμωδίες της Finos Film.
«Η Αρχόντισσα Και Ο Αλήτης» (1968): 750.000 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 108 ελληνικές παραγωγές, σπάζοντας το ρεκόρ εισιτήριων της ταινίας του 1964 «Κάτι Να Καίει».
«Η Δασκάλα Με Τα Χρυσά Μαλλιά» (1969): 739.001 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 99 ελληνικές παραγωγές. Αποτελεί την πέμπτη πιο εμπορική ταινία στην ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου.
«Υπολοχαγός Νατάσσα» (1970): 751.117 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 87 ελληνικές παραγωγές, αποτελώντας την πιο εμπορική ταινία στην ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου σε εισιτήρια πρώτης προβολής. Πρόκειται για την τελευταία κοινή συμμετοχή Αλίκης Βουγιουκλάκη – Δημήτρη Παπαμιχαήλ, ενώ ήταν μια από τις μεγαλύτερες παραγωγές της Finos Film, αφού τα γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιηθήκαν σε Ελλάδα, Κύπρο και Γερμανία.
«Η Μαρία της Σιωπής» (1973): 202.403 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 64 ελληνικές παραγωγές. Τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση της Αλίκης Βουγιουκλάκη σε ταινία της Finos Film.
«Ο Θανάσης Στη Χώρα Της Σφαλιάρας» (1976): 248.982 εισιτήρια
Πρώτη εισπρακτική θέση ανάμεσα σε 38 ελληνικές παραγωγές. Προτελευταία ταινία της Finos Film και τελευταία συνεργασία του Θανάση Βέγγου με την εταιρεία.