Ο Τσάπλιν υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών. Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1889 στο Λονδίνο. Οι γονείς του, Τσαρλς Τσάπλιν και Χάνα Χάριετ Πέντλιγκχαμ Χιλ, ήταν καλλιτέχνες του μιούζικ χολ.Ο Τσάρλι Τσάπλιν βγήκε για πρώτη φορά στη σκηνή στην ηλικία των πέντε ετών, όταν ακόμα η μητέρα του δεν είχε εγκαταλείψει την καριέρα της, για να την αντικαταστήσει ένα βράδυ που ήταν άρρωστη, εκτελώντας με κωμικό τρόπο ένα τραγούδι-σουξέ μέσα σε καταιγισμό χειροκροτημάτων. Αργότερα, με μεσολάβηση του πατέρα του, έγινε μέλος του παιδικού θιάσου Οι οκτώ λεβέντες του Λανκασάιρ με μισθό μισή κορώνα την εβδομάδα. Τον Ιούλιο του 1903 ο Τσάρλι έγινε μέλος ενός θιάσου και έπαιξε στην παράσταση Τζιμ, το μυθιστόρημα ενός Λονδρέζου, στην οποιά υποδυόταν ένα χαμίνι στους δρόμους του Λονδίνου. Στη συνέχεια έπαιξε στην αστυνομική κωμωδία Σέρλοκ Χολμς που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Το Σεπτέμβριο του 1905 ο θίασος έφυγε για τουρνέ στις Η.Π.Α. χωρίς όμως τον Τσάρλι. Τον Ιούλιο του 1906 ο Σίντνεϊ προσλήφθηκε από τον διάσημο θιασάρχη του μιούζικ χολ Φρεντ Κάρνο και ο Τσάρλι στο θίασο Casey’s Court Circus. Δύο χρόνια αργότερα ο Τσάρλι προσλήφθηκε και αυτός στο θίασο του Κάρνο και έκανε τον μεθύστακα σε μια παράσταση παντομίμας, στο Mumming Birds. To φθινόπωρο του 1910 ο Τσάρλι ταξίδεψε με τον θίασο στην Αμερική, στα τέλη της επόμενης χρονιάς επέστρεψε στην Αγγλία και αφού μετέφερε την μητέρα του σε καλύτερο ίδρυμα, ξαναέφυγε με τον ίδιο θίασο για την Αμερική, όπου παρέμεινε πολλά χρόνια.Λίγα χρόνια μετά την άφιξή του στην Αμερική ο Τσάπλιν υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία Κιστόουν του Μακ Σένετ, που εκείνη την εποχή είχε διάσημους κωμικούς (τον Φορντ Στέρλινγκ, τον Φατι-Ρόσκο Άρμπακλ, τη Μέιμπελ Νόρμαντ κ.ά.), με αμοιβή 150 δολάρια την εβδομάδα και τον Ιανουάριο του 1914 έπαιξε στην ταινία Για να κερδίσει το ψωμί του στην οποία υποδύθηκε έναν απατεώνα με κοστούμι λόρδου. Στην Κιστόουν γύρισε συνολικά 35 ταινίες μικρού μήκους στις οποίες ήταν κυρίως ο παραβάτης των κανόνων, έτοιμος πάντα για καυγά και υπέρ του δέοντος ερωτύλος. Στις ταινίες αυτές ο Τσάπλιν άρχισε να διαμορφώνει τη φιγούρα του Σαρλό με το στενό σακάκι, το μικρό καπέλο, το χαρακτηριστικό μουστάκι, το βάδισμα του πιγκουίνου κ.ά. Στην ίδια εταιρία για πρώτη φορά δοκίμασε την τύχη του στη σκηνοθεσία στην ταινία Πιασμένος σε καμπαρέ.
Στις αρχές του 1915 ο Τσάπλιν υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία Εσανέι με μισθό 1.250 δολάρια την εβδομάδα, πριμ 10.000 δολάρια και κατοχύρωση της πλήρους καλλιτεχνικής του ελευθερίας. Στην εταιρία αυτή γύρισε 15 ταινίες μεταξύ των οποίων Ο αλήτης, με την οποία καθιέρωσε τη φιγούρα του περιπλανώμενου ανέργου. Στον Αλήτη εμφανίζεται για πρώτη φορά και ένα ακόμη στοιχείο που θα επαναληφθεί και σε άλλες ταινίες του Τσάπλιν: ο ήρωας παρεξηγεί τη φιλία της “αγαπημένης” του, πιστεύοντας πως είναι ερωτευμένη μαζί του, για να εξαφανιστεί διακριτικά στο τέλος, όταν εμφανίζεται αυτός που εκείνη πραγματικά αγαπά. Στις ταινίες στην Εσανέι παρτενέρ του ήταν η Έντνα Περβάιανς, πρώτη μούσα και ερωμένη του Τσάπλιν.
Το Φεβρουάριο του 1916 ο Τσάρλι Τσάπλιν υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρία Μιούτσουαλ για 12 ταινίες με αμοιβή 10.000 την εβδομάδα και πριμ 150.000 δολάρια. Στην Μιούτσουαλ, όπου παρέμεινε μέχρι το καλοκαίρι του 1917, γύρισε μεταξύ άλλων τις ταινίες Ο μετανάστης, Ο ενεχυροδανειστής, Ο τυχοδιώκτης, Το πατινάζ, Η θεραπεία, Ήσυχος δρόμος κ.ά. Στις ταινίες αυτές, που τις χαρακτηρίζουν οι τρελές καταδιώξεις μέσα σε περιορισμένο χώρο, τελειοποιεί την τεχνική της παντομίμας, τις χορευτικές του ικανότητες και τα διάφορα γκαγκ. Κυρίως όμως οι ταινίες του δεν περιορίζονται πλέον στο κωμικό στοιχείο, αλλά επιπλέον σχολιάζουν διάφορα κοινωνικά προβλήματα, όπως π.χ. ο Μετανάστης στην οποία ο Τσάπλιν έθιξε το θέμα των μεταναστών που ταξίδευαν υπό άθλιες συνθήκες
Τον Ιούνιο του 1917 ο Τσάπλιν υπέγραψε με τη Φερστ Νάσιοναλ συμβόλαιο 1.000.000 δολαρίων. Η συνεργασία με αυτή την εταιρία ξεκίνησε με την ταινία Σκυλίσια ζωή και ακολούθησαν Ο Σαρλό στρατιώτης, η Μέρα πληρωμής και ο Προσκυνητής.
Τον Αύγουστο του 1920 ο Τσάπλιν ολοκλήρωσε το Χαμίνι, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, που στοίχισε 300.000 δολάρια και μολονότι δεν προσέλκυσε αρχικά το ενδιαφέρον των διανομέων στην Αμερική, είχε μεγάλη επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην ταινία, που συνδυάζει τη σάτιρα με το τραγικό στοιχείο, είναι έντονες οι μνήμες από τη δύσκολη παιδική ηλικία του Τσάπλιν. Το 1925 γύρισε τον Χρυσοθήρα, ταινία που συγκαταλέγεται στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, που κόστισε 650.000 και απέφερε περισσότερα από 5.000.000 δολάρια. Και εδώ συνυπάρχει το τραγικό με το κωμικό στοιχείο, αλλά και η σουρεαλιστική τρέλα και η περιπέτεια. Ο Τσάπλιν ξεκίνησε τα γυρίσματα της ταινίας με πρωταγωνίστρια την ανήλικη ηθοποιό Λολίτα ΜακΜάρεϊ, όμως τελικά την αντικατέστησε με την Τζόρτζια Χέιλ αν και αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει μεγάλο μέρος από τις σκηνές της ταινίας. Τρία χρόνια αργότερα ακολούθησε το Τσίρκο, στο οποίο ο ήρωας αποτυγχάνει ως επαγγελματίας κλόουν μπροστά στους θεατές, αλλά προκαλεί το γέλιο ως Σαρλό, στην καθημερινή του ζωή. Το Τσίρκο συνέπεσε με την προβολή της πρώτης ταινίας με ήχο (Τραγουδιστής της τζαζ) και ο Τσάπλιν, αν και είχε δηλώσει ότι σιχαίνεται τις ομιλούσες ταινίες καθώς εξαφανίζουν την μεγάλη ομορφιά της σιωπής, επένδυσε μουσικά (συνέθεσε ο ίδιος την μουσική) και έκανε επιλεκτική χρήση των ήχων στην επόμενη ταινία του (Τα φώτα της πόλης-1931).
Το 1936 γύρισε τους Μοντέρνους καιρούς, την ταινία στην οποία εμφανίστηκε για τελευταία φορά ως Σαρλό με συμπρωταγωνίστρια την Πολέτ Γκοντάρ.
Η πρώτη μη βωβή ταινία, Ο Μεγάλος Δικτάτωρ (1940), ήταν μια περιφρόνηση εναντίον του Ναζισμού. Γυρίστηκε και κυκλοφόρησε στην Αμερική ένα χρόνο πριν την εμπλοκή της στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Τσάπλιν υποδυόταν το ρόλο του Άντενοϊντ Χίνκελ (Adenoid Hynkel), δικτάτορα της Τομανίας, χαρακτήρα βασισμένο στον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος ήταν μικρότερος από τον Τσάπλιν μόνο 4 ημέρες. Στην ταινία επίσης συμμετείχε και ο Τζακ Όουκι στο ρόλο του Μπενζίνο Ναπαλόνι (Benzino Napaloni), δικτάτορα της Βακτηρίας, σατιρίζοντας τον Ιταλό δικτάτορα Μπενίτο ΜουσολίνιΤην εποχή του βωβού κινηματογράφου, δεν βοήθησε απλά στη δημιουργία ταινιών, ήταν ο πιο δημοφιλής και αναγνωρίσιμος σταρ σε παγκόσμιο επίπεδο. Σκηνοθετούσε, έπαιζε, εγραφε τη μουσική για τις ταινίες του, είχε τον απόλυτο έλεγχο στις ταινίες του με εξαιρετικό αποτέλεσμα σε όλους τους τομείς και αυτό είναι που τον κάνει μια από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές ιδιοφυίες. Με την έλευση του ήχου, στη δεκαετία του ’30, η περσόνα του μικρού αλητάκου που επιμελώς έχτιζε, από ταινία σε ταινία, άρχισε να ξεθωριάζει αν και τότε ήταν που έκανε και μερικές από τις σπουδαιότερες ταινίες του όπως τους Μοντέρνους καιρούς , το Μεγάλο δικτάτορα και Τα Φώτα της ράμπας .
Αυτό, σε συνδυασμό με τις πολιτικές του απόψεις (που εξακολουθητικά τον έβαζαν σε μπελάδες), τον έκαναν να εγκαταλείψει τις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1952. Η αυτοεξορία του διήρκησε 20 χρόνια. Τελικά, το 1971, αποδέχθηκε την πρόσκληση της Ακαδημίας να επιστρέψει στην πόλη που τον έκανε διάσημο, για να παραλάβει το τιμητικό του Όσκαρ. Ο Τσάπλιν δεν ήταν απλά θρύλος, ήταν ένα κινηματογραφικό έμβλημα, μπορεί κανείς να νιώσει, παρακολουθώντας αυτό το βίντεο, ότι εκείνη τη βραδιά όλοι ήταν ηλεκτρισμένοι, από το γεγονός και μόνο ότι βρίσκονταν στον ίδιο χώρο μ’ αυτόν.
Αυτή η ατμόσφαιρα κράτησε μέχρι το τέλος της τηλεοπτικής μετάδοσης, ακόμα και μετά την βράβευση του «Ανθρώπου από τη Γαλλία», του Γουίλιαμ Φρίντκιν, με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Ο τότε πρόεδρος της Ακαδημίας, Ντάνιελ Τάραντας, ανέβηκε τότε στη σκηνή για να παρουσιάσει ένα σύντομο φιλμικό κλιπ-ρετροσπεκτίβα της καριέρας του Τσάπλιν.
Όταν άναψαν τα φώτα, ο Τσάπλιν βρισκόταν ήδη στη σκηνή, και το κοινό σηκώθηκε όρθιο για να χαρίσει στον μεγάλο αυτό καλλιτέχνη, το πιο θερμό και διαρκές χειροκρότημα στην ιστορία του θεσμού. Η έκπληξη και η συγκίνησή του, ήταν εμφανείς, βλέποντας όλο το Χόλυγουντ της εποχής να τον χειροκροτεί, με τόση αγάπη και σεβασμό.
Αυτό που ακολούθησε (με τον Τζακ Λέμον να συνεισφέρει αποφασιστικά στη συγκινησιακή φόρτιση της στιγμής), είναι, πραγματικά, κάτι που αξίζει να δείτε, και να αποθησαυρίσετε.
Απολαύστε το, εδώ: