Θέατρο «Βέμπο», 3 Σεπτεμβρίου 1970. Στην πλατεία δεν πέφτει καρφίτσα. Στα παρασκήνια η αγωνία και η αδρεναλίνη πιάνουν κορυφή. Η γενική δοκιμή της προηγούμενης νύχτας ήταν σκέτη απογοήτευση.«Ελα, μωρέ, τα κωλόπαιδα, δεν μπορούν να πουν ένα τραγούδι και θέλουν και πρωτοπορία», σιγοψιθύριζαν αποχωρώντας κάποιοι του σιναφιού… Να, όμως, που στην πρεμιέρα όλα πάνε κατ’ ευχήν. Με το που πέφτει η αυλαία, τα μέλη του θιάσου πνίγονται στις αγκαλιές φίλων, θεατρανθρώπων, φοιτητών, απλών θεατών. Είναι μια χούφτα παιδιά, δεμένα μέσα στις τάξεις του Εθνικού, που ανεβάζουν σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη την «Οπερα του ζητιάνου» του Τζον Γκέι, έργο του 1728 απ’ το οποίο εμπνεύστηκε τη δική του «Οπερα της πεντάρας» ο Μπρεχτ. Είναι τα παιδιά του «Ελεύθερου Θεάτρου». Και το ντεμπούτο τους μ’ αυτήν την απροκάλυπτα πολιτική παράσταση, μεσούσης της δικτατορίας, είναι θριαμβευτικό.Μ’ αυτήν την πρεμιέρα ανοίγει και το καινούριο βιβλίο του Γιώργου Κοτανίδη «Ολοι μαζί τώρα!» που αναμένεται στο τέλος του μήνα (εκδ. «Καστανιώτη»). Ενας τόμος πεντακοσίων και βάλε σελίδων, ιδανικός για όσους διψάνε για μαρτυρίες από πρώτο χέρι, πλημμυρισμένος από έντονα συναισθήματα και σημαδιακά γεγονότα, αρθρωμένος πάνω σε δύο άξονες, του θεάτρου και της πολιτικής. Από τους πρωτεργάτες του θρυλικού «Ελεύθερου Θεάτρου» και δραστήριο μέλος της επαναστατικής οργάνωσης ΕΚΚΕ, με πολύμηνη «θητεία» στην Ασφάλεια και στις Φυλακές Κορυδαλλού, ο γνωστός ηθοποιός βάλθηκε ν’ ανακαλέσει τα χρόνια της νιότης του, «τα πιο ωραία της ζωής μου», κι ας συνέπεσαν με τον «γύψο» των συνταγματαρχών. «Ηθελα οπωσδήποτε να βγουν κάποια πράγματα που κουβουλούσα μέσα μου» λέει ο ίδιος. «Το είδα σαν μια ευκαιρία να τακτοποιήσω τους λογαριασμούς με το παρελθόν, ν’ αναλογιστώ τα κέρδη μου, να ομολογήσω τα λάθη μου, να γνωρίσω καλύτερα τον ίδιο μου τον εαυτό».
Για τον Γιώργο Κοτανίδη, το «Ελεύθερο Θέατρο», που ολοκλήρωσε τον κύκλο του το 1975, ήταν ένας «ομαδικός βηματισμός προς την ουτοπία», ένα «σάλτο μορτάλε» προς το άγνωστο και τη δημιουργική ανασφάλεια, πυροδοτημένο από την επιθυμία «να αλλάξει η μοίρα του ηθοποιού σαν απλού εκτελεστή». Ηταν μιά «φωτιά με μεγάλες φλόγες» που άλλους έκαψε («τους πιο ευαίσθητους κι ίσως τους πιο ταλαντούχους») κι άλλους εξακολουθεί να θερμαίνει ακόμη («ουδέποτε έκτοτε αφοσιώθηκα σε θεατρική δράση τόσο ολοκληρωτικά»), χωρίς να λείπουν κι εκείνοι που τη χρησιμοποίησαν σαν καύσιμο για τις μετέπειτα «λαμπρές» καριέρες τους, «φτάνοντας στο σημείο να παρουσιάζουν το “Ελεύθερο Θέατρο” στα βιογραφικά τους ως αποκλειστική τους δημιουργία, ενώ εντάχθηκαν στο θίασο πολύ αργότερα»…Υβόννη Μαλτέζου, Αννέτα Μιχαλιτσιάνου, Αγγελική Κυριαζάκη, Χριστίνα Σιμοπούλου, Κώστας Αρζόγλου, Μηνάς Χατζησάββας, Νίκος Σκυλοδήμος, Γιώργος Σαμπάνης, Δημήτρης Καμπερίδης, Γιώργος Κοτανίδης συν ο σκηνογράφος Γιάννης Λεκκός. Αυτοί αποτελούσαν τον πυρήνα της ομάδας, όπως τον καταγράφει στο βιβλίο του ο ίδιος, που μετά την «Οπερα του ζητιάνου» και τη ρήξη με τον Γ. Μιχαηλίδη, μια και η εξουσία του σκηνοθέτη κρίθηκε γρήγορα ανεπιθύμητη, προχώρησαν στο ανέβασμα της «Ιστορίας του Αλή Ρέντζο» του Πέτρου Μάρκαρη, με τον Σπύρο Βραχωρίτη σε ρόλο συντονιστή. Οι παραστάσεις στο θέατρο «Καλουτά» την άνοιξη του ’71 ήταν «η πιο συλλογική και ολοκληρωμένη αντίσταση που έγινε στο χώρο της τέχνης σε όλη τη διάρκεια της χούντας», αναφέρει ο Μάρκαρης, αυτοβιογραφούμενος στο «Κατ’ εξακολούθηση» (εκδ. Πατάκη). Κι όπως κι εκείνος υποκλίνεται στο δαιμονικό ταλέντο του Νίκου Σκυλοδήμου, το ίδιο κάνει κι ο Κοτανίδης για τον «αληθινά πρωτοπόρο», «τον πιο παθιασμένο και δουλευτερά» συνάδελφό του, που χρόνια αργότερα θ’ αποχωρούσε απ’ τη ζωή οικειοθελώς.
Γεννημένος το ’45 στη Θεσσαλονίκη, γαλουχημένος μέσα σε χριστιανικές οργανώσεις -απ’ τις οποίες αποχώρησε υπό το σοκ του νιτσεϊκού «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» που διάβασε στα 16- και σε μόνιμη κόντρα με τους δικούς του εξαιτίας του παιδικού του ονείρου να γίνει ηθοποιός, ο Κοτανίδης συμβιβάστηκε προσωρινά με την ιδιότητα του φοιτητή της Κτηνιατρικής του ΑΠΘ, διοχετεύοντας την ενέργειά του στον θεατρικό και κινηματογραφικό όμιλο της σχολής, τον ΦΟΘΚ. Κάπως έτσι βρέθηκε να συνεργάζεται αμισθί με το ΚΘΒΕ ως μέλος του χορού σε παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, για να βάλει έπειτα πλώρη προς την Αθήνα, έχοντας στο μεταξύ διανύσει την απόσταση από τη νεολαία της Ενωσης Κέντρου και τους Λαμπράκηδες έως τη μαοϊκή ΠΠΣΠ των είκοσι μόλις μελών.
Τα χρόνια στη δραματική σχολή του Εθνικού, υπό τον Σωκράτη Καραντινό και με δασκάλους όπως ο Τάκης Μουζενίδης, η Μαρία Χορς, ο Στέλιος Βόκοβιτς κι ο Αγγελος Τερζάκης, τότε που άρχισε να κυοφορείται κι η ιδέα του «Ελεύθερου Θεάτρου», αποτυπώνονται στο βιβλίο του ολοζώντανα. Το ίδιο και η ατμόσφαιρα της εποχής. Ο αναβρασμός που ταρακουνούσε εν έτει 1968 Αμερική και Ευρώπη σε αντιδιαστολή με τις χουντικές εθνικοπατριωτικές γιορτές εδώ, τ’ ακούσματα στις μπουάτ όπου ανέτειλλε το άστρο του Σαββόπουλου κι όπου το νέο κύμα έκανε θραύση, ο απόηχος των βασανιστηρίων που είχαν υποστεί από την Κίττυ Αρσένη έως τον Περικλή Κοροβέση, η κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, η καταδίκη του Παναγούλη μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου, η κατάληψη της Νομικής, η εξέγερση του Πολυτεχνείου – όλα μνημονεύονται λεπτομερώς.Παράλληλα, όμως, περιγράφεται κι η καθημερινότητα των ηθοποιών που οραματίζονταν έναν «πρωτοπόρο θίασο, πέρα από την τρέχουσα εμπορική παραγωγή», ενώ κυνηγούσαν το μεροκάματο ως οικοδόμοι, μπογιατζήδες ή μπέιμπι σίτερ, έκαναν πρόβες στην ταβέρνα του Σαμπάνη, διάβαζαν βουλιμικά Μαρξ και Λένιν, χαρτόπαιζαν, ερωτοτροπούσαν, γλεντούσαν στου Τσιτσάνη ή δοκίμαζαν αδέξια μερικές τζούρες χασίς. Σύντομα, στον αρχικό πυρήνα της ομάδας ήρθαν να προστεθούν κι άλλοι – ανάμεσά τους και τα μεγαλύτερα «φτυάρια της σχολής», όπως διαβάζουμε, η Αννα Παναγιωτοπούλου και ο Σταμάτης Φασουλής.
Να ‘ναι οι ίδιοι που σε όλη την επταετία αποκαλούσαν τη Μελίνα «Μερκουράδα» σχολιάζοντας τη δράση της στο εξωτερικό, αλλά στη μεταπολίτευση πλειοδοτούσαν σε κολακείες απέναντί της σαν να την λάτρευαν μια ζωή; Ο Κοτανίδης μπορεί να μην τους κατονομάζει, αλλά είναι σαφές ποιους εννοεί. Κι ακόμη και σήμερα αδυνατεί να κατανοήσει «γιατί, όταν πια έγιναν εξουσία στο χώρο, φέρθηκαν στους υπόλοιπους, στους “καμένους” ή στους αιθεροβάμονες, σαν νικητές απέναντι σε ηττημένους, επιδεικνύοντας πολλές φορές ένα μίσος που έφτανε τα όρια της εξόντωσης»…Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι η προσωπική του πικρία που δίνει τον τόνο στο βιβλίο, κι ας χρειάστηκε πολλά χρόνια απ’ τη μεριά του για να ενταχθεί ξανά στο θεατρικό σκηνικό. Εκείνο που κυριαρχεί στο γραπτό του είναι η νοσταλγία για το αίσθημα του «εμείς», που τόσο λείπει σήμερα από τη χώρα μας. Κι αυτό, χωρίς να αποσιωπά βεβαίως τις συγκρούσεις στους κόλπους της ομάδας που ήταν πράγματι ομηρικές! Στην προοπτική, για παράδειγμα, της οικονομικής ενίσχυσης από το ίδρυμα Φορντ, οι γνώμες ήταν μοιρασμένες, και επικράτησαν εκείνοι που την αρνήθηκαν. Αντίστοιχα θυελλώδεις ήταν και οι αντιδράσεις όταν επιχειρήθηκε το καπέλωμα του θιάσου από το ΕΚΚΕ, γεγονός που έκοψε την ομάδα στα δύο. Παρά την παγωμάρα, ωστόσο, και την εχθρότητα που ακολούθησε, μέχρι να διαλυθούν, και το «Μιά ζωή Γκόλφω» πρόλαβαν να δώσουν, ανατρέποντας τ’ αρχέτυπα του ελληνικού μελοδραματισμού, και τον «Τυχοδιώκτη» του Χουρμούζη, όπου σατίριζαν την ξενοκρατία και τη φαυλότητα της εξουσίας μετά το Εικοσιένα, αναδεικνύοντας τόσο τις αντιφάσεις των Ελλήνων όσο και την αποικιοκρατική στάση των Βαυαρών.
«Σκεφτείτε ότι ακόμα και το “Μεγάλο μας τσίρκο”, το σνομπάραμε τότε ως εμπορική παράσταση!» λέει σήμερα ο Κοτανίδης. «Μην κοιτάτε που, στο πέρασμα του χρόνου, πουλήθηκε κι αυτό αλλιώς… Το ρίσκο στον πάγκο του χασάπη εμείς το πήραμε πρώτοι». Οπως φροντίζει να υπογραμμίσει, αν δεν υπήρχε η γενναία χορηγία της Ευρωπαϊκής Κίνησης Νέων, ύψους 40.000 δραχμών, το παρθενικό τους εγχείρημα στο «Βέμπο» ίσως να μην πραγματοποιούνταν ποτέ. Οταν πάντως το Αλσος Παγκρατίου σειόταν από ενθουσιασμό για την εναλλακτική επιθεώρηση «…και συ χτενίζεσαι», ο ίδιος βρισκόταν στη φυλακή, έχοντας ήδη υποστεί τη βιαιότητα των Μπάμπαλη και Μάλλιου, αντλώντας τώρα μαθήματα ζωής από τον Χρόνη Μίσσιο και τον Μήτσο Παρτσαλίδη και ρουφώντας τον «Καλό στρατιώτη Σβέικ» του Χάσεκ και το «Τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή…Τι απέγινε άραγε η αισιοδοξία των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων; «Πώς από το “εμείς” του Μακρυγιάννη, που μας οδήγησε σε ό,τι καλό πετύχαμε, ξεπέσαμε στο θλιβερό “εγώ” της σκατομοιρασιάς, που οδήγησε στη σημερινή χρεοκοπία των αξιών, των ιδεών, και της χώρας ολόκληρης;» αναρωτιέται κι ο ίδιος ολοκληρώνοντας την αφήγησή του. «Πώς φτάσαμε στις πολλές μικρές χούντες, στον κάθετο διαχωρισμό από τα κόμματα και στο οριζόντιο κομμάτιασμα από κάθε λογής οργανωμένες ομάδες και “παράγκες”; Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι άνθρωποι που τότε αγωνίζονταν μαζί μας θα ισχυρίζονταν όταν απέκτησαν εξουσία ότι “η μίζα είναι θεσμοθετημένη”; Αν υποστήριζαν κάτι τέτοιο τότε που αγωνιζόμασταν να ρίξουμε τη χούντα, δεν θα είχαν προλάβει να ζήσουν, θα τους είχαμε δαγκώσει το λαιμό», γράφειΤο όνειρο της επανάστασης έληξε για τον Κοτανίδη προ πολλού. Σήμερα πια προσδοκά μια δικαιότερη κοινωνία. Κι αν η προδικτατορική ΕΔΑ αντιπροσωπεύει στα μάτια του «την καλύτερη περίοδο της αριστεράς», η σημερινή, έτσι όπως «σέρνεται με τα τσόκαρα του Μαρξ, χωρίς συγκεκριμένες λύσεις και με ψευδοεπαναστατική φρασεολογία» τον απογοητεύει βαθύτατα.«Πήγα αρκετές φορές στο Σύνταγμα -στην κάτω πλατεία φυσικά- και παρακολούθησα συνελεύσεις των Αγανακτισμένων», λέει. «Κι ενώ χάρηκα βλέποντας τα νέα παιδιά να ψάχνουν προς την κατεύθυνση της άμεσης δημοκρατίας, με το που χώθηκαν ανάμεσά τους τα κομματόσκυλα, το θέαμα σε συνολικό επίπεδο ήταν θλιβερό. Μακάρι τα παθήματα να μας γίνουν παθήματα. Διαφορετικά θ’ αποδειχτεί πως δεν έχουμε πάρει μυρωδιά από την αρχαία τραγωδία. Πρέπει επιτέλους να δούμε κατάματα την αλήθεια κατάματα. Διαπράξαμε ύβρι. Σίγουρα, οι πολιτικοί μας έχουν τεράστιες ευθύνες για το ελεεινό κράτος που οικοδομήσανε, αλλά εμείς τους διαλέξαμε, τυφλωμένοι από την ψευδαίσθηση ότι με δανεικά θα κατακτήσουμε την ευτυχία». Να το σύνθημα που θα πρότεινε ο ίδιος στα παιδιά του Συντάγματος: «Δεν λαδώνω, δεν λαδώνομαι, δεν χτίζω πάνω στα καμένα».