Ο Τρόμος είναι παιδικό συναίσθημα και αυτόν, ξέρει να τον δημιουργεί πολύ καλά ο Ντάριο Αρτζέντο.

Με το μακρύ του πρόσωπο, τα μαύρα του μαλλιά του να πέφτουν πάνω από ένα τοξωτό μέτωπο και τα επίμονα, βυθισμένα μάτια του, ο Ντάριο Αρτζέντο μοιάζει περισσότερο σαν δολοφόνος από ταινία του γερμανικού εξπρεσιονισμού παρά σαν σκηνοθέτης. Όμως, οι αφοσιωμένοι οπαδοί του έχουν ανακηρύξει τον δημιουργό σε «Ιταλό Χίτσκοκ», τόσο για την αφοσίωση και τη δέσμευσή του να τρομάξει τα κοινά με κάθε δυνατό μέσο και για τις παρόμοιες απαιτητικές μεθόδους εργασίας του. Οι επικριτές του λένε πως είναι ένας φανταχτερός στιλίστας του οποίου οι φανταχτερές και φρικιαστικές ταινίες τρόμου του έχουν φτωχές πλοκές και είναι γεμάτες με ψευδο-φροϋδική φλυαρία. Όμως κατά τη διάρκεια των 30 χρόνων της καριέρας του, ο Αρτζέντο έχει βάλει την σφραγίδα του στον ευρωπαϊκό exploitation κινηματογράφο – μία περιοχή που συνήθως σχετίζεται με άφθονη γυναικεία σάρκα και κακούς διαλόγους.
Ο Αρτζέντο είναι γνωστός κυρίως για το αριστούργημά του Suspiria (1977), ενώ στον δικό του κινηματογραφικό κόσμο κεντρικής σημασίας είναι το άγχος… Παράλογοι φόβοι παρεισφρήουν στην καθημερινότητα της πραγματικότητας. Άδεια κτίρια τρίζουν και στενάζουν ψιθυρίζοντας απειλές. Ερημοι αστικοί δρόμοι χορεύουν με τις σκιές σιωπηλών δολοφόνων. Ο τρόμος παραμονεύει σε κάθε γωνιά.


Στις ταινίες του Ντάριο Αρτζέντο, η τέχνη – κατά κανόνα – ανάβει δολοφονικά πάθη. Η ψύχωση παρακινείται από φετιχιστική επιθυμία. Το άγχος της παιδικής ηλικίας διατηρείται και διαστρεβλώνεται στην ενηλικίωση. Η τέχνη για τον Αρτζέντο δεν είναι αστείο καθώς όπως λέει μπορεί να παραείναι δυνατή για την ψυχή και το μυαλό σου. Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο αποτέλεσε την έμπνευση για την ταινία του από το 1992 The Stendhal Syndrome. Ενώ περιηγείται σε τουριστικές τοποθεσίες ιταλικής αρχιτεκτονικής, ο Γάλλος συγγραφέας του 19ου αιώνα Marie-Henri Beyle (ο οποίος χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Stendhal), συγκλονίστηκε τόσο πολύ από αυτό  που ένιωσε να απομακρύνεται από την πραγματικότητα. Υποφέροντας από μία προσωρινή αμνησία, περιπλανιόταν μπερδεμένος για αρκετές ώρες.
Η ταινία The Stendhal Syndrome ανοίγει με την Άζια Αρτζέντο (που υποδύεται την Αννα Μάνι, μια ντετέκτιβ της αστυνομίας στα ίχνη ενός σαδιστή βιαστή) να περιφέρεται στην Πινακοθήκη Ουφίτσι της Φλωρεντίας. Ο συνδυασμός των στολισμένων εσωτερικών χώρων των κτιρίων του 16ου αιώνα  και οι γεμάτοι συμβολισμοί πίνακες  έχουν πάνω της μία επίδραση σαν αυτή του Pohypnol. Τα έργα τέχνης την «καταβροχθίζουν». Χωρίς να το ξέρει, ο νεαρός φρουρός που έρχεται να την βοηθήσει, είναι ο άνθρωπος που αναζητούσε. Σε μία παρατεταμένη σκηνή γεμάτη με πυρετώδεις ψευδαισθήσεις, την απαγάγει και την βιάζει βάναυσα. Το υπόλοιπο της ταινίας ακολουθεί βασανιστικά τα ίχνη του αποτελέσματος αυτής της δοκιμασίας καθώς τόσο η ταυτότητά της όσο και η αντίληψη της πραγματικότητας που έχει υφίστανται σεισμικές μετατοπίσεις.

Τα τραύματα (αυτά συνήθως που προκλήθηκαν στην παιδική ηλικία κάποιου) παίζουν κεντρικό ρόλο στην παροχή κινήτρων για τις δολοφονικές εξάρσεις στις ταινίες του Αρτζέντο. Ο γνωστός σκηνοθέτης είναι συνδεδεμένος με τον κινηματογράφο εξ’ αίματος από τη στιγμή που γεννήθηκε – στις 7 Σεπτεμβρίου του 1940. Ο πατέρας του, Σαλβατόρε, ήταν ένα σημαντικό πρόσωπο στην μεταπολεμική ιταλική κινηματογραφική κοινότητα, ενώ αργότερα ανέλαβε την παραγωγή των ταινιών του γιου του. Η μητέρα του, Ελντα Λουξάρντο, ήταν ένα μοντέλο από την Βραζιλία η οποία αργότερα ακολούθησε καριέρα φωτογράφου.

1999: DARIO ARGENTO, FILM DIRECTOR

Η πρώτη είσοδος του Αρτζέντο στον κόσμο των ταινιών ήταν όταν έγραφε ως κριτικός κινηματογράφου στην καθημερινή εφημερίδα της Ρώμης Paese Sera, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως το να γράφει για ταινίες δεν ήταν κάτι που του ταίριαζε. Μία συνάντηση με τον Σέρτζιο Λεόνε (1968) οδήγησε  σε μια ανάθεση για να γράψει την ιστορία για την ταινία Κάποτε Στη Δύση (1968), το πρώτο από μια σειρά διάσημων σπαγγέτι γουέστερν. Ο Αρτζέντο επίσης εργάστηκε για το σενάριο σε συνεργασία με τον ανερχόμενο δημιουργό Μπερνάντο Μπερτολούτσι. Αποφάσισε να σκηνοθετήσει το επόμενο σενάριό του ώστε να έχει ολοκληρωτικό έλεγχο πάνω στο τελικό αποτέλεσμα. Η ταινία The Bird with the Crystal Plumage (1970) για έναν Αμερικανό συγγραφέα ο οποίος κατά λάθος γίνεται μάρτυρας μίας απόπειρας δολοφονίας σε μία γκαλερί τέχνης, ανήκει στο giallo (κίτρινο) είδος.

Εχοντας πάρει το όνομά τους από τα κίτρινα εξώφυλλα των μεταπολεμικών pulp μυθιστορημάτων, οι ταινίες giallo άρχισαν να εμφανίζονται στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και συχνά επρόκειτο για κινηματογραφικές μεταφορές δημοφιλών ιστοριών μυστηρίου και δολοφονιών. Ο Ιταλός σκηνοθέτης Μάριο Μπάβα του οποίου η εμπνευσμένη ταινία από τον Γκογκόλ Black Sunday (1960) και η σουρεαλιστική Operazione Paura (1966) είναι μια αναγνωρισμένη επιρροή σε Αμερικανούς σκηνοθέτες όπως ο Σκορσέζε και ο Λιντς, και έκανε τις πρώτες ταινίες giallo, The Girl who Knew Too Much (aka Evil Eye) το 1962 και Blood and Black Lace το 1964.
Η καινοτομία του Αρτζέντο ήταν ότι έφερε μία οπερετική αίσθηση σε αυτές τις συνήθως χαμηλού προϋπολογισμού παραγωγές, χρησιμοποιώντας την πόλη ως ένα αποπροσανατολιστικό σκηνικό όπου έστηνε τα δολοφονικά λιμπρέτα του. Οι ταινίες του μένουν πιστές στις εμμονές του: μία ευλάβεια για την ψυχογεωγραφική δύναμη της αρχιτεκτονικής, οι συνδέσεις μεταξύ των υψηλών και των σκοτεινών τεχνών και την τήρηση των δογμάτων της φροϋδικής θεωρίας. (Επίσης όπως όλοι γνωρίζουν φοράει τα περίφημα μαύρα δερμάτινα γάντια και παίζει ο ίδιος τα χέρια του δολοφόνου).

Το Suspiria, το αποκορύφωμα της αφοσίωσης του Αρτζέντο στην στιλιστική ακρότητα, είναι εμπνευσμένο κατά μεγάλο βαθμό την Χιονάτη και τους Επτά Νάνους (1937) της Ντίσνεϋ. Σε μεγάλο βαθμό εξελίσσεται σε μία δαιδαλώδη σχολή χορού στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου η νέα μαθήτρια Σούζι Μπάνιον (την υποδύεται η Τζέσικα Χάρπερ), μία ταλαντούχα Αμερικανίδα χορεύτρια του μπαλέτου, φτάνει για να βρει πως οι συμφοιτήτριές της έχουν τη συνήθεια να εξαφανίζονται μόνο και μόνο για να ξαναεμφανιστούν ακρωτηριασμένες.

Θα μπορούσε να είναι μια ιστορία του Έντγκαρ Αλαν Πόε όπως την φαντάστηκε ο Καραβάτζιο, γοτθικός τρόμος σε ένα υπερβολικό μπαρόκ στιλ. Στην Suspiria τα πάντα – τα σκηνικά, η μουσική, ο χρωματισμός και τα ουρλιαχτά – είναι στο αποκορύφωμα και συνδυασμένα με την υφέρπουσα κάμερα – το σήμα κατατεθέν του Αρτζέντο – συνεργάζονται για να προκαλέσουν παραλήρημα στον θεατή.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο σκηνοθέτης τρομοκρατούσε τους ηθοποιούς του παίζοντας την μουσική των Goblin στην μεγαλύτερη ένταση. Μάλιστα η εργασία για το σάουντρακ ξεκίνησε πριν γυριστεί η ταινία, μία τεχνική που ο Αρτζέντο μπορεί να πήρε από τον μέντορά του Σέρτζιο Λεόνε, ο οποίος είχε το σάουντρακ του Ενιο Μορικόνε για το Ο Καλός, Ο Κακός και Ο Άσχημος, ώστε οι σκηνές – κλειδιά να γυριστούν και να κοφθούν στα μέτρα της μουσικής. Τα τραγούδια του σάουντρακ των Goblin είναι ζωτικής σημασίας για την επίδραση που έχει η ταινία στους θεατές.

Η ταινία ήταν μέρος μιας τριλογίας υπερφυσικών θρίλερ που ακολουθούσαν την ιστορία των Τριών Μητέρων, μίας ομάδας αρχαίων μαγισσών που είχαν καταφύγει σε εκπαιδευτικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο. Η δεύτερη ταινία της σειράς, Inferno (1980) εξελισσόταν στη Νέα Υόρκη και περιλάμβανε ένα δυνατό σάουντρακ από τον Κιθ Έμερσον.Ενω το 2007 έκλεισε την τριλογία των Τριών Μητέρων με την ομώνυμη ταινία Τρείς μητέρες.Ο Ντάριο Αρτζέντο σκηνοθέτησε τη «Suspiria» το 1977, την ιστορία μιας ανυποψίαστης μπαλαρίνας που σταδιακά συνειδητοποιεί ότι η σχολή χορού της είναι προπέτασμα σκοτεινών, μεταφυσικών και φρικτών ξεσπασμάτων βίας, άφησε ανεξίτηλο σημάδι στο σινεμά του τρόμου και ειδικά στις ταινίες τζιάλο που δόξασε με τις αναφορές της.

Ωστόσο, η εσωτερική λογική, τα επαναλαμβανόμενα θέματα και τα «κλεισίματα» της δουλειάς του, δίνουν στο σύνολο του έργου του Αρτζέντο μία συνέπεια. Είναι σαν βαθιά στη δική του γωνιά της κόλασης υπάρχει ένας χάρτης που τον οδηγεί – ένα σχέδιο που φέρει τα θεμέλια της αρχιτεκτονικής του τρόμου, ένα οικοδόμημα που θα συνεχίσει να φέρνει τρόμο στις καρδιές των ανθρώπων για πολλά χρόνια ακόμα.

Share: